Του Ηλία Τσίγκα
Το μόνο κοινό που έχουν το National Geographic και ο βομβαρδισμός των δημοσιευμάτων και των “αποκαλύψεων” που ξεδιπλώνονται τον τελευταίο καιρό σχετικά με ηγέτες, “ιστορικούς” εκδότες και γάτες εξωτικής προέλευσης είναι ότι σου επιτρέπουν να δεις μέρη που ποτέ δεν πρόκειται να επισκεφτείς. Με άλλα λόγια, ένα χαρακτηριστικά πολιτικό ζήτημα κινδυνεύει να μετατραπεί, όχι άδικα και όχι τυχαία ίσως, σε ανάγνωσμα “λαϊκής” κοπής που έλκει ευρείες μάζες, κυριότατα γιατί ανοίγει μια “κλειδαρότρυπα” σε σκηνές που εκτυλίσσονται στον στενό πυρήνα της εξουσίας και στον οποίο αυτές ποτέ δεν πρόκειται να έχουν πρόσβαση. Όσο πιο λίγα ξέρεις τόσο πιο πολλά υποψιάζεσαι, άλλωστε.
Στην προσέγιση, στην πρόσληψη, στην κατανόηση και στην τοποθέτηση της κοινής γνώμης απέναντι στα συγκεκριμένα γεγονότα ή “γεγονότα”, επομένως, περισσεύει η μανιχαϊστική λογική του άσπρου-μαύρου των γεγονότων αυτών. Λογική που συμπυκνώνει τον διάχυτο και ενδημικό νεοελληνικό λαϊκισμό, που δίνει τον τόνο στο σύνολο της δημόσιας ζωής δεκαετίες τώρα. Κατά συνέπεια, όσοι διάκεινται φιλικά στον Τσίπρα ερμηνεύουν αυτή τη διελκυστίνδα ως εφαρμογή στην πράξη της κυβερνητικής δέσμευσης για πάταξη της διαπλοκής του Τύπου και διάχυση της δημοκρατίας και του συμφέροντος των πολλών μέσω της εξυγίανσης στη διαμεσολάβηση της ενημέρωσης του πολίτη.
Αντίθετα, οι διαπρύσιοι αντίπαλοι του ΣΥΡΙΖΑ, ιδίως τα κόμματα της αντιπολίτευσης, προεξαρχούσης της Μείζονος αυτής, αξιολογούν τις κυβερνητικές πρωτοβουλίες στο θέμα και τις αντιδράσεις από τους εξ αντικειμένου θιγόμενους ως απόπειρα καθεστωτικής χειραγώγησης της ελευθερίας του Τύπου και απλής αλλαγής φρουράς στο “λιβάνισμα” της νέας κατάστασης. Στο πλαίσιο αυτό δεν ορρωδούν στην άκριτη αναπαραγωγή της “επιχειρηματολογίας” του “συγκροτήματος” και λοιπών καλοθελητών, θεωρώντας την επιλογή αυτή ως ισχυρό εμβρυουλκό στην ανατροπή της κυβέρνησης και την αντικατάστασή της από “Οικουμενική κυβέρνηση όλων των Ελλήνων”. Αναιρώντας, έτσι την ουσία της πολιτικής και ακυρώνοντας άκριτα, και για αυτούς, τη νωπή δημοκρατική εντολή. Κυριότατα, ωστόσο, όσοι πολίτες σπεύδουν εξ ίσου επιπόλαια να ενστερνιστούν αυτή την “επιχειρηματολογία” προφανώς δεν αντιλαμβάνονται ότι πρωτίστως στρέφονται εναντίον του εαυτού τους.
Το 1921 ο τότε Πρωθυπουργός και οιονεί ιδρυτής της ελληνικής συντηρητικής παράταξης, Δημήτριος Γούναρης, σε αγόρευσή του στη Βουλή είχε διατυπώσει το μνημειώδες: “Δεν με ενδιαφέρει να καταστραφεί η Σμύρνη. Με ενδιαφέρει να μην επιστρέψει ο τύραννος” (σ.σ ο Βενιζέλος). Αποστροφή-θυρεός της νοοτροπίας της Παλαιάς Ελλάδας που σφράγισε την πολιτική ζωή της χώρας στο σύνολο σχεδόν του 20ού αιώνα. Κάτι ανάλογο παρατηρείται και τώρα. Προκειμένου να πριονίσουν την ισχύ μιας κυβέρνησης με ούτως ή άλλως ισχνή πλειοψηφία, που πρόσθετα πορεύεται στα ταραγμένα ύδατα της αξιολόγησης από το “κουρτέτο” και της προσφυγικής κρίσης, δε διατάζουν να προκρίνουν την παλινόρθωση του πλέον διεφθαρμένου συστήματος της δημόσιας ζωής που φέρει μέγιστο βαθμό ευθύνης για τη σύνολη εξέλιξη της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας τα τελευταια 6 χρόνια.
“Διαπλοκή” δε σημαίνει απλά υποστήριξη στην εκάστοτε κυβέρνηση με αντάλλαγμα δάνεια, δημόσια έργα ή κάτι ανάλογο. Στην ουσία αυτό που έχει επιτευχθεί μέσω του ελέγχου της ενημέρωσης, της διοχέτευσης “διαμεσολαβημένης” πληροφόρησης, και, σε τελική αποκρυστάλλωση, της κατασκευής “ιδεολογικών” και εκλογικών συμπεριφορών είναι μια γιγαντιαία μεταφορά πλούτου από τους πολλούς προς την επιχειρηματική, οικονομική και πολιτική “ελίτ”. Μεταφορά που ακύρωσε σε ικανό βαθμό τις πραγματικές κατακτήσεις (και όχι συλλήβδην τις “κατακτήσεις” που διατείνεται η συνδικαλσιτική “ελίτ”) της μεταπολιτευτικής περιόδου, διόγκωσε την κοινωνική συνοχή, προλεταριοποίησε, περιθωριοποίησε και φτωχοποίησε εκτεταμένες μάζες πληθυσμού. Το τεκμήριο των “δημοσκοπήσεων” (και) των τελευταίων εκλογών είναι πρόσφατο. Για την μεταφορά πλούτου από τους πολλούς στις τσέπες των λίγων και για την οικονομία του χώρου μόνο το παράδειγμα του χρηματιστηρίου το 1998-2000 αρκει. Ας προσέχαμε…
Εν τέλει, πρόκειται για τον πλέον αποτελεσματικό πολιορκητικό κριό με στόχο τη διαιώνιση της αφαίμαξης της τσέπης σου ή της δικής μου προς όφελος της κρατικοδαίατης ελληνικής “μεγαλοεπιχειρηματικότητας”. Και προς τη διαιώνιση του καθεστώτος αυτού ο κοπετός έσχατα για γάτες Ιμαλαίων και απόπειρες εγκαθίδρυσης “καθεστωτικών συμπεριφορών” που πλήττουν καίρια την “ελευθερία έκφρασης και γνώμης”. Και για αυτό, επίσης, το όλο θέμα είναι εξόχως πολιτικό. Αφορά ακριβώς την κατανομή πολιτικής και οικονομικής εξουσίας. Την εξακολούθηση των συγκεκριμένων πρακτικών ή τον τερματισμό τους.
Σε κρισιμότερο βαθμό, τα συγκεκριμένα γεγονότα δεν αποτελούν κάτι άλλο παρά τον τελευταίο σπασμό της παρακμασμένης και ασυγχώρητα υστερόβουλης ερζάτς ελληνικής “αστικής” τάξης που έκοψε και έραψε το “νομοθετικό πλαίσιο για τις ραδιοτηλεοπτικές συχνότητες” στα μέτρα της επί 25 χρόνια, ως το ασφαλές μέσο ποδηγέτησης της κοινωνίας των πολιτών και της επέκτασης των “επιχειρηματικών” συμφερόντων της προς αποκλειστικό όφελός της. Πάντα μέσα από αλληλοδιαδεχόμενες κυβερνήσεις και πολιτικές “ελίτ” που ανέβαιναν στην Αρχή μόνο με τις ευλογίες της. Μιας τάξης που δεν κατάφερε να ολοκληρωθεί ποτέ στον εικοστό αιώνα, δε διαδραμάτισε τον εθνικό ηγετικό της ρόλο, πλην της ένταξης στην Ε.Ε., χωρίς και εκεί να προβεί στις μεταρρυθμιστικές τομές που ήταν αναγκαίες, κρατικοδίαιτη διαχρονικά, με κορπορατιστική και συντεχνιακή λογική, και που φέρει την κορυφαία ευθύνη για την ελληνική κρίση του 2010.
Περίοδο που μετατόπισε εκ νέου τα βάρη στις ασθενέστερες τάξεις με τρόπο εγκληματικά αυτοαναφορικό και άφησε έκθετες συμπαγείς μάζες πληθυσμού στην απότομη πτώση των εισοδημάτων τους και σε ό,τι μια τέτοια επιλογή συνεπάγεται. Η έκθεση Γιαννίτση για τη φορολογική πολιτική και την κατανομή της φορολογητέας ύλης στα χρόνια της κρίσης είναι συγκλονιστική και για όποιον την έχει μελετήσει δε χρειάζεται περαιτέρω ανάλυση. Στοιχείο που κοινωνιολογικά εξηγεί επαρκώς την κατακρήμνιση του πάλαι ποτέ μεταπολιτευτικού δικομματισμού και τις συνεχόμενες νίκες του ΣΥΡΙΖΑ τα τελευταία σχεδόν δύο χρόνια.
Και φυσικά μια τέτοια πολιτική δεν θα μπορούσε να υλοποιηθεί χωρίς τον πλήρη έλεγχο του μιντιακού τοπίου. Στο φάσμα, επομένως, της απώλειας των ολιγαρχικών προνομίων που εξασφάλιζε το καθεστώς αυτό, η επιλογή είναι η παρασιώπηση της κατάστασης που επιπολάζει στον ελληνικό δημόσιο βίο τις τελευταίες δυόμιση δεκαετίες. Με άλλα λόγια, το “πέταγμα της μπάλας στην εξέδρα”, η απόπειρα αφυδάτωσης της ουσίας της υπόθεσης από την εδραία πολιτική της διάσταση και η μεταφορά του δημόσιου λόγου στη λογική της κλειδαρότρυπας των μυστικών ή “μυστικών” συναντήσεων και στο τρίχωμα της γάτας…
Όπως έλεγε και ο νομπελίστας συγγραφέας Gilbert Chesterton: “Δεν είναι ότι χειροτέρεψε ο κόσμος. Απλά, η κάλυψη των γεγονότων έγινε πολύ καλύτερη”…
Η φωτογραφία είναι του Λεωνίδα Κανέλου