Πολιτικές βεντέτες και προσωπικοί εγωισμοί στη Στερεά με επίκεντρο τα σκουπίδια
του Γ. Σκόκα
Σε άτυπο θρίλερ εξελίσσεται το θέμα της διαχείρισης των αστικών απορριμμάτων στην Περιφέρεια Στερεάς με συνεχείς κόντρες μεταξύ των διαφόρων βαθμών αυτοδιοίκησης και του κεντρικού κράτους. Και μπορεί το πρόβλημα να μην έχει ακόμη τις διαστάσεις άλλων περιοχών όπως π.χ. η Πελοπόννησος αλλά τίποτα δεν αποκλείει να τις φτάσει.
Σε κεντρικό επίπεδο υπάρχουν τα υπουργεία Εσωτερικών και Περιβάλλοντος που αλλάζουν τους νόμους σχετικά με τη διαχείριση σαν τα πουκάμισα και η αποκεντρωμένη διοίκηση που με τη σωρεία ασαφειών της νομοθεσίας δύσκολα εγκρίνει αποφάσεις της τοπικής αυτοδιοίκησης. Και πιο κάτω όμως τα πράγματα δεν είναι καλύτερα αφού εκτός της κόντρας με τα υπουργεία και την αποκεντρωμένη υπάρχει και ο εσωτερικός εμφύλιος μεταξύ περιφέρειας και των περισσοτέρων δήμων έναντι της μειοψηφίας των υπολοίπων δήμων σχετικά με τον τρόπο διαχείρισης.
Ωστόσο, παρά τις εκατέρωθεν κατηγορίες και κόντρες, το πρόβλημα φαίνεται να είναι περισσότερο πολιτικής επιρροής παρά τεχνικό. Αυτό προκύπτει άλλωστε από τις δηλώσεις των διαφόρων αιρετών κάθε φορά που δημοσιεύεται μία απόφαση που καλύπτει τη μία ή την άλλη πλευρά. Με τα μέχρι τώρα δεδομένα φαίνεται ότι τα δύο στρατόπεδα είναι αυτό της περιφέρειας και των φίλα προσκείμενων, πολιτικά, σε αυτήν δημάρχων και το άλλο των πολιτικών αντιπάλων της. Επιπλέον σημαντικό ρόλο παίζει και μία «ενδονομαρχιακή» κόντρα και πιο συγκεκριμένα αυτή της Βοιωτίας μεταξύ της πρωτεύουσας Λιβαδειάς και της μεγαλύτερης πόλης Θήβας. Σε αυτή τη διαμάχη προσωπικών εγωισμών και παραταξιακών μικροπολιτικών διαφωνιών, οι δύο πλευρές είναι διατεθειμένες να αφήσουν σε δεύτερη μοίρα ακόμη και έργα δισεκατομμυρίων χάριν ατομικών φιλοδοξιών. Μόνο έτσι μπορεί να εξηγηθεί για παράδειγμα η επιμονή κατασκευής ενός έργου -της ΜΕΑ στη Θήβα- μέσω του φορέα μορφής ΑΕ, κάτι που απαγορεύει η νέα νομοθεσία, αντί της εξεύρεσης μιας μεταβατικής διαδικασίας.
Οι διαφορετικές επιλογές των δύο πλευρών και η επιμονή τους σε αυτές, αλλά και η ανυπαρξία διάθεσης για συνεννόηση έχουν διαφανεί από μια ακολουθία γεγονότων που ξεκινά σχεδόν έναν χρόνο πριν. Με την νέα τότε κυβέρνηση να έχει εξαγγείλει ότι θα αλλάξει τη νομοθεσία για τη διαχείριση των απορριμμάτων, η περιφέρεια και οι δήμοι -οι περισσότεροι τουλάχιστον- “βιάστηκαν” να οργανώσουν έναν φορέα διαχείρισης με τη μορφή ανώνυμης εταιρίας. Τα νομικά κενά που υπήρχαν επέτρεψαν στη συνέχεια στην κεντρική διοίκηση να βάλει αρκετά προσκόμματα στη λειτουργία του συγκεκριμένου φορέα, με την άλλη πλευρά να επιμένει στις θέσεις της. Και με την κατάσταση να είναι ρευστή, οι συμμετέχοντες στον φορέα, προχώρησαν ακόμη ένα βήμα καταργώντας υπάρχουσες δημοτικές δομές του παρελθόντος μεταφέροντας στον νέο φορέα εκκρεμής υποθέσεις τους οι οποίες βρέθηκαν στον αέρα με την παρουσίαση του νομοσχεδίου που αλλάζει την μορφή των φορέων και δεν επιτρέπει τις ΑΕ. Και αυτό διότι πλέον αυτές οι υποθέσεις μένουν σε έναν φορέα που βρίσκεται να είναι “εκτός νόμιμης λειτουργίας” ενώ δεν υπάρχουν άλλες δομές, στις πλείστες των περιπτώσεων, για να συνεχίσουν το έργο του. Και φυσικά όλη αυτή την περίοδο δεν έγινε καμία σοβαρή προσπάθεια συνεννόησης των δύο πλευρών για λύση του πραγματικού, πέρα από το πολιτικό, προβλήματος.
Στο προκείμενο όμως και σε αυτή καθαυτή τη διαχείριση των απορριμμάτων, αν και έχουν γίνει κάποιες αρκετές θετικές ενέργειες, δεν υπάρχει ενιαίος σχεδιασμός ενώ κινδυνεύουν να τεθούν σε καθεστώς υπολειτουργίας αν και όταν ολοκληρωθούν οι ήδη σχεδιασμένες εγκαταστάσεις. Και ο λόγος φυσικά είναι πολύ απλός. Διότι οι πολιτικές κόντρες δεν έχουν αφήσει χώρο για ορθολογικές λύσεις στηριγμένες σε αξιόπιστα δεδομένα, ενώ και η οικονομική απόδοση των διαφόρων αποσπασματικών ενεργειών είναι αμφίβολη. Και αυτό γιατί σε μια προσπάθεια κάλυψης πολλών μικρών τοπικών μικροσυμφερόντων προωθούνται σχέδια μάλλον κοστοβόρα και αφήνονται εκτός σκέψεις για εφαρμογή οικονομιών κλίμακας, όπου τουλάχιστον είναι πιο αποδοτικές.
Οι ενέργειες που είχαν ξεκινήσει στο παρελθόν, χωρίς την ύπαρξη ενιαίου σχεδίου, έχουν μέχρι στιγμής σαν αποτέλεσμα την ύπαρξη τριών ΧΥΤΑ, σε Λαμία, Λιβαδειά και Εύβοια, και μίας μονάδας κομποστοποίησης με ΧΥΤΥ στη Φωκίδα που είναι σε αρχικό στάδιο κατασκευής. Στην Εύβοια επίσης έχουν γίνει αρκετές προσπάθειες για την εισαγωγή και της καύσης με αρκετές αντιδράσεις σε διάφορα επίπεδα αλλά και με αμφισβητήσεις σχετικά με τα υπολογιζόμενα μεγέθη και την αναγκαιότητα μιας τέτοιας λύσης. Τέλος, ένα βήμα πριν την έναρξη κατασκευής είναι και η Μονάδα Επεξεργασίας Απορριμμάτων στη Θήβα, έργο που έχει εξέχοντα ρόλο και στις κόντρες που αναφέρονται παραπάνω. Για να μην μείνουν ακάλυπτες αυτές οι υποδομές αλλά και για να «επωφεληθούν» όσο το δυνατόν περισσότεροι -τα απορρίμματα για τους μη γνωρίζοντες είναι σημαντική πηγή οικονομικής δραστηριότητας- στα συμπεράσματα του Περιφερειακού Σχεδίου Διαχείρισης προτείνονται έξι Μονάδες Επεξεργασίας Απορριμμάτων (ΜΕΑ), οκτώ, ή μήπως εννέα αφού δεν αναφέρεται της Φωκίδας, Μονάδες Κομποστοποίησης (ΜΚ) και εννέα ΧΥΤΥ! Η καύση, περισσότερο λόγω των αντιδράσεων, έχει αποκλειστεί. Επιπλέον δεν προβλέπεται, στα συμπεράσματα, περαιτέρω κατεργασία (λιπασματοποίηση) των υπολειμμάτων των ΜΚ για την παραγωγή κομπόστ (εδαφοβελτιωτικό). Και πέρα από το περιφερειακό σχέδιο υπάρχουν και τα τοπικά με μεγαλεπήβολα σχέδια περί ανακύκλωσης και την τοποθέτηση σωρείας κάδων διαφόρων χρωμάτων και πράσινων σημείων.
Και όλα αυτά χωρίς να υπάρχουν αξιόπιστα στοιχεία για τις ποσότητες και τη σύνθεση των απορριμμάτων αλλά και τη διαχρονική διακύμανση αυτών για εύλογο διάστημα ώστε να μπορούν να εφαρμοστούν μοντέλα υπολογισμού και των μελλοντικών ποσοτήτων. Η πιθανότητα λοιπόν να καταλήξει η εφαρμογή αυτών των σχεδίων σε δρομολόγια απορριμματοφόρων για την κένωση «άδειων» κάδων, και σε ΜΚ που θα λειτουργούν στα όρια της οικονομικής επιβίωσής τους είναι μεγάλη. Και για όσο θα υπάρχει η έξωθεν χρηματοδότηση μπορεί να καλύπτεται το κενό, όταν αυτή εκλείψει όμως υπάρχει ο κίνδυνος εγκατάλειψης ή/και η μετακύλυση του κόστους στους κατοίκους-παραγωγούς των απορριμμάτων. Με αυτή τη λογική δείχνει εν πολλοίς παράλογη και η τακτική του Δημάρχου Δελφών που “καίγεται” περισσότερο για τη νομική μορφή του όποιου Φορέα Διαχείρισης παρά για τη λειτουργία της μοναδικής δομής (ΜΚ και ΧΥΤΥ) που προβλέπεται, και κατασκευάζεται ήδη, στον νομό και πιο συγκεκριμένα στον Δήμο που προΐσταται. Άλλωστε για τα περί οικονομικότητας υπάρχει άφθονη σχετική βιβλιογραφία που όμως από ό,τι φαίνεται δεν θεωρήθηκε σκόπιμο να μελετηθεί και να χρησιμοποιηθεί στις μελέτες και τα σχέδια. Μελέτες, που όπως συνηθίζεται στην καθ’ ημάς πρακτική, εξετάζουν μόνο ένα σενάριο, αυτό που προτείνουν οι παραγγέλλοντες αυτές άσχετα αν είναι γνώστες του αντικειμένου ή όχι, και καμία εναλλακτική.
Στο τέλος φυσικά, σε πολιτικό επίπεδο, η μία από τις δύο πλευρές θα επικρατήσει. Αλλά οι μεγάλοι χαμένοι δεν θα είναι η «παράταξη» που θα δει τα σχέδια της να μην ολοκληρώνονται, αλλά για ακόμη μία φορά οι κάτοικοι, μέρους ή του συνόλου της Στερεάς, και το περιβάλλον. Πόσο μάλλον όταν τα παραπάνω αφορούν μόνο τα στερεά αστικά απόβλητα και όχι τα υγρά λύματα και τα βιομηχανικά, που είναι ουκ ολίγα σε ορισμένες περιοχές και σε μεγάλο βαθμό χαρακτηρίζονται επικίνδυνα, η ακόμη και τα κτηνοτροφικά, ειδικά σε περιοχές που μπορεί να επιβαρύνουν τα εδάφη ή ακόμη χειρότερα τα νερά και δη το πόσιμο.