Κάθε έκδοση ενός νέου βιβλίου συνιστά αφ’ εαυτού και ένα γεγονός. Και κάθε γεγονός εκλύει σκέψεις είτε γύρω από το ίδιο το γεγονός είτε γύρω από το ευρύτερό του πλαίσιο είτε και γύρω από το μετα-πλαίσιο στο οποίο αυτό εγγράφεται. Κάτι ανάλογο δεν γίνεται παρά να συμβαίνει και με το πρωτόλειο πόνημα της συμπολίτισσάς μας Μαργαρίτας Κουλαδούρου με τίτλο «Η Μήτρα του Κακού» που παρουσιάστηκε σήμερα στο κοινό της πόλης στο Πνευματικό Κέντρο της Άμφισσας.
Επρόκειτο για την… πολλοστή παρουσίαση βιβλίου από ντόπιο πρωτοεμφανιζόμενο συγγραφέα στην ευρύτερη περιοχή το τελευταίο τρίμηνο. Και επειδή “σύμπτωση επαναλαμβανόμενη παύει να είναι σύμπτωση”, η διαδοχικότητα των εκδόσεων αυτών στην περιοχή μας υποβάλλει σε ορισμένες παρατηρήσεις.
Του Ηλία Τσίγκα
Ένα από τα στοιχεία-σχόλια που συνόδευσαν αυτές τις εκδόσεις, με τελευταία την αντίστοιχη της Μαργαρίτας Κουλαδούρου, είναι πως προήλθαν από πρόσωπα οιονεί ανύποπτα, που δεν είχαν δώσει κατά το παρελθόν εδραίο το στίγμα της, κατά το μάλλον ή ήττον, ενασχόλησης με τη λογοτεχνική συγγραφή, ιδιαίτερα στον βαθμό που αυτή θα κατέληγε να επιστεγαστεί με την έκδοση των χειρογράφων τους σε βιβλίο. Και μάλιστα προσεγμένης έκδοσης σε σημείο που να εγείρει αξιώσεις. Και αυτή η άκρως θετική εξέλιξη, για λόγους που μπορεί με ευκολία να κατανοήσει ο καθένας, δημιουργεί προηγούμενο που δεν αποκλείεται στο άμεσο ή εγγύς μέλλον να έχει και συνέχεια.
Κατά καιρούς στο παρελθόν, σε ασύνδετες μεταξύ τους συγκυρίες, πρόσωπα από την πόλη, των οποίων η επαγγελματική ταυτότητα δεν σε προδιαθέτει για κάτι τέτοιο, με έχουν προσεγγίσει, ίσως λόγω επιστημονικής ιδιότητάς ίσως για άλλους άγνωστους σε μένα λόγους, και μου έχουν εκμυστηρευτεί ότι τον τελευταίο καιρό “κάτι γράφουν”. Κοινός τόπος αυτών των περιπτώσεων αφ’ ενός η συστολή και η εσωστρέφεια, κυρίαρχα, εν τούτοις, αφ’ ετέρου η ανασφάλεια και η αβεβαιότητα για την υποδοχή που θα συναντούσε στην περίκλειστη μικροκοινωνία μας η γνωστοποίηση, πόσο δε μάλλον, η έκδοση έστω και μέρους της γραπτής παραγωγής τους.
Η επιτυχία, η προβολή που έλαβαν και η αποδοχή που σημείωσαν όλες οι παρουσιάσεις των βιβλίων των συμπατριωτών μας το τελευταίο διάστημα, με τελευταίο τη «Μήτρα», θέλω να πιστεύω ότι πείθει εκείνους που αμφέβαλλαν για τον εαυτό τους μέχρι τώρα για την εφικτότητα τέτοιων προσπαθειών. Και όχι αναγκαστικά γύρω από τον χώρο της λογοτεχνίας.
Εκεί που, ωστόσο, έρχονται να προσθέσουν καταλυτικά λογοτεχνικές παραγωγές όπως του Νίκου Καζαντζόπουλου, του Ανδρέα Ασημακόπουλου και της Μαργαρίτας Κουλαδούρου είναι στο ευρύτερο μετα-πλαίσιο της πνευματικής κίνησης της εποχής μας και του αξιακού σχετικισμού που τη διέπει και την επικαθορίζει. Εξηγούμαι:
Φοβάμαι πως κατά πάσα βεβαιότητα ο ιστορικός του μέλλοντος, ο ιστορικός ειδικά εκείνος που θα καταπιαστεί με την αξιολόγηση της πνευματικής κίνησης του καιρού μας, δεν θα είναι ιδιαίτερα φιλικός μαζί μας. Και αυτό γιατί την τελευταία εικοσαετία είτε μιλάμε για λογοτεχνία, είτε για θέατρο, είτε για μουσική δείχνει τίποτα καινούριο να μην έχει ειπωθεί. Ακόμα περισσότερο στις σύγχρονες εικαστικές τέχνες, οι οποίες έχουν αποβεί εντελώς αυτοαναφορικές εγγίζοντας τα σύνορα του καλλιτεχνικού αυτισμού. Καμιά νέα ιδέα, κανένα νέο ισχυρό μήνυμα, καμία νέα φόρμα, καμία νέα νόρμα, καμία νέα τεχνοτροπία. Ομφαλοσκοπούμε, επαναλαμβάνουμε εκνευριστικά τον εαυτό μας. Σε όλο και χειρότερες version!
Οι λόγοι αυτής της εξέλιξης είναι πολλοί και διαπλεκόμενοι μεταξύ τους και σίγουρα η ενδελεχής εμβάθυνση σε αυτούς παρέλκει του συγκεκριμένου κειμένου. Κατά τη γνώμη μου η “μήτρα του κακού” στο πεδίο αυτό δεν μπορεί παρά να εντοπιστεί πρώτιστα στην επικυριαρχία του εμπορικού επί του καλλιτεχνικού στοιχείου. Με άλλα λόγια και εδώ η κυριαρχία των αγορών. Ο χώρος της τέχνης έχει χρόνια τώρα αποικιοποιηθεί από την εργαλειακή λογική του κέρδους. Αντί το εμπορικό στοιχείο να είναι προωθητικό του καλλιτεχνικού, το δεύτερο έχει καταστεί εμβρυουλκό δημιουργίας αγοραίων υπεραξιών σε σημείο που να “πνίγει” κάθε νέα ιδέα και απόπειρα αλλοτροπικής απεικόνισης του υποστρώματος της πολυσύνθετης εποχής που ζούμε. Κάθε τι νέο πια δεν είναι ενδιαφέρον, αλλά περιττό ρίσκο και ανασχετικό, σε κάθε περίπτωση, του σίγουρου κέρδους.
Στην ταινία «Το Βλέμμα του Οδυσσέα» του Αγγελόπουλου ο πρωταγωνιστής-σκηνοθέτης περιδιαβαίνει σε υπαρξιακό-οντολογικό φόντο και με κίνδυνο της ζωής του τα εμπόλεμα Βαλκάνια προκειμένου να βρει τις τρεις χαμένες πρώτες μπομπίνες φιλμ των αδελφών Μανάκη, πιονέρων του κινηματογράφου στα Βαλκάνια. Φιλμ που αποτελούν τις πρώτες καταγραφές από κινούμενες εικόνες στην περιοχή και που απλά απεικονίζουν σκηνές καθημερινότητας από τη γενέτειρά τους, την Αβδέλλα Γρεβενών. Στην ερώτηση της συμπρωταγωνίστριάς του γιατί τόση κατάθεση ψυχής για την εύρεση των μπομπινών ο σκηνοθέτης αφηγείται: “Πρόσφατα πήγα στη Δήλο να φωτογραφήσω τον αρχαιολογικό χώρο. Με έκπληξη διαπίστωσα ότι οι φωτογραφίες που έβγαζα ήταν όλες ένα σκέτο μάυρο κάδρο”. Με άλλα λόγια, εννοούσε ότι πλέον βρισκόταν, όπως και η εποχή μας σήμερα, σε μια κατάσταση όπου δεν είχε πλέον τίποτα να πει. Και λυτρωτική διέξοδος δεν ήταν άλλη παρά η επανακατάδυση και η εμβάπτιση στο πρωτόλειο, στο παρθένο πρώτο βλέμμα, το ανεπιτήδευτο, το ανεπεξέργαστο, το αστυλιζάριστο, το αυθεντικό.
Γεμάτη τέτοια σκοτεινά “κάδρα” είναι και η εποχή που βιώνουμε σε επίπεδο πνευματικής παραγωγής. Και εδώ η εμβληματική λύση είναι αυτή που προφητικά παρουσίασε ο Αγγελόπουλος. Η κατάδυση στο νέο βλέμμα. Το πρωταρχικό, το αθώο, το απαλλαγμένο από την προταγματική επιταγή του κέρδους, από το αγοραίο, από το “δήθεν”. Και η επανάκτηση του γνήσια πνευματικού, της ανάγκης για επικοινωνία, της αληθινής καλλιτεχνικής εξωστρέφειας. Και στο συγκεκριμένο πεδίο η συμβολή έργων σαν αυτό της Μ. Κουλαδούρου είναι όχι απλά σημαντική, αλλά αναγκαία. Σαν το αντίσωμα που καταφέρνουν να προβάλουν οι μέρες μας στην πολιορκία της λογοτεχνικής βιομηχανικής παραγωγής.
Αυτό ακριβώς έχει ανάγκη η αλλοτριωμένη εποχή μας. Την επανοικείωση με το αυθεντικό. Με το πρώτο “βλέμμα”, με την πρώτη φωνή μέσα μας. Και όχι το επόμενο “μπεστ-σέλλερ” που επιβάλλει η βιομηχανία του marketing, των κεντρικών ΜΜΕ, της τυραννίας των “ευπώλητων” και της μάχης των “ποσοστών” επί των καθαρών εισπράξεων… Και είναι ένας μείζων λόγος για όποιον γράφει “στα κρυφά” να μην το σκέφτεται άλλο. Δεν έχει πλέον παρά να προχωρήσει σαν “έτοιμος από καιρό”, προκειμένου να συναποτελέσει την πραγματική “μήτρα” της εποχής μας! Της νέας εποχής! Το έδαφος είναι ήδη καλλιεργημένο και πιο γόνιμο παρά ποτέ…