Σφοδρή κριτική προς την περιφερειακή Αρχή για τη διαφάνεια στην οικονομική λειτουργία του ΟΠΑΣΤΕ (Οργανισμού Πολιτισμού της Περιφέρειας) από τις περιφερειακές παρατάξεις.
“Ζητάμε ενημέρωση: Πού πήγαν τα λεφτά; Ρωτάμε αν διανεμήθηκαν αναλογικά στις περιφερειακές ενότητες, αν είχαν ανταποδοτικότητα”, τόνισε ο Δημήτρης Ανανγωστάκης κατά τη συζήτηση του θέματος ανάδειξης νέου ΔΣ στον Οργανισμό, ενώ σχετικά υπερθεμάτισε η Κατερίνα Μπατζελή: “Περιμέναμε σήμερα έναν απολογισμό της χρήσης του 2019, πως και πού κατανεμήθηκαν τα λεφτά αυτά ανά νομό. Περιμέναμε γενικότερα μια καλύτερη διαχείριση του χρήματος από την προηγούμενη περιφερειακή Αρχή και από την τωρινή”.
Οι ενστάσεις γενικότερα ήταν πολλές επί του θέματος από όλες τις περιφερειακές παρατάξεις, που έφεραν την περιφερειακή Αρχή σε θέση απολογούμενης. Διατυπώθηκαν υπόνοιες ότι η μετατροπή του ΟΠΑΔ Φθιώτιδας σε ΟΠΑΣΤΕ έγινε με “μαγικό ραβδί” και μη σύννομα, ενώ ο Οργανισμός διευρύνθηκε οικονομικά, ενώ εκφράστηκαν επίσης απορίες για το πώς συνάπτει προγραμματικές συμβάσεις, κάτι μη νόμιμο αφού δεν είναι κερδοσκοπική εταιρεία και ποια κριτήρια λήφθηκαν για την κατανομή του ποσού αποδίδοντας μομφές για ρουσφετολογικό γνώμονα στο μοίρασμα των κονδυλίων (“Επί Χειμάρρα η Φθιώτιδα έπαιρνε 150.000 το χρόνο κι επί Μπακογιάννη 300.000”, “λειτουργεί ανεξέλεγκτα”, κ.α.).
Σύμβουλοι από όλες τις παρατάξεις ζήτησαν να συζητηθεί το θέμα εκτενώς σε προσεχή συνεδρίαση, να προηγηθεί απολογισμός και να εισαχθεί εκ νέου στο συμβούλιο, προκειμένου να γίνει σχεδιασμός αναφορικά με το τι είδους αναπτυξιακή εταιρεία χρειάζεται η περιφέρεα στον τομέα του πολιτισμού.
Παίρνοντας το λόγο ο Αντιπεριφερειάρχης Ηλίας Κυρμανίδης τόνισε πως πρέπει να εκλεγεί νέο ΔΣ, να παρέλθει το έτος και μετά το νέο ΔΣ να εισαγάγει απολογισμό στο Σώμα, θέση για την οποία επιχειρηματολόγησε και ο Φάνης Σπανός, τονίζοντας ότι για το λόγο αυτό το θέμα μπήκε σε αυτή τη συνεδρίαση. Η Κατερίνα Μπατζελή ζήτησε εκ νέου αναβολή, όπως και ο Δ. Αναγνωστάκης, αναφέροντας χαρακτηριστικά: “Να μετρηθούμε όλοι στη διαχείριση του δημοσίου χρήματος”, χωρίς ωστόσο η θέση αυτή να καταστεί πλειοψηφική.