Πολίτικο κείμενο …
Και εν μέσω πανδημίας στα θρυλικά Σάλωνα, εσχηματίσθη πεδίον λαμπρόν, δια νέον ανένδοτον αγώνα. Εξυπνήσαν οι κοιμώμενες κομματικές επιτροπές, που μας είχαν λησμονήσει μετά τας εκλογάς, και είχαμε ηρεμία και γαλήνη δια να πίνουμε ησύχως το απογευματινό μας τέιον.
Με την κλεισούρα που επέφερε ο κορονοϊός εις, τας ζωάς μας, αναταραχτήκαν, από τη βαρεμάρα των οικιών τους οι σωτήρες – αγωνιστές. Εζώστηκαν τα άρματα της φτερο-πένας και του φουμπουδιού , βομβαρδίζοντας τα τσερβέλα μας με ανακοινώσεις. Σαν να άστραψεν ο ουρανός και μες εις τα μαύρα σύννεφα εφάνη η Ελπίδα!! Θεά αγέρωχος με ένα σπαθί στο δεξί και ένα καντήλι γεμάτο Άγιο φώς, στο αριστερό, το προοδευτικόν το χέρι.
Φυσικά, ημείς με όλα αυτά, αποκτήσαμεν κουτσομπόλικην διάθεση, κι επέσαμεν με τας μούτρας επάνω στας γραφάς, δια να εμπεδώσομεν τα λόγια των «ποιητών».
Κλαίουσα η κόρη Άμφισσα, ερωμένη του Απόλλωνα, κόρη του Μάκαρου, θρηνεί με στάχτες εις τα μαλλιά, σερνόμενη εις τα χούματα. Τον Ασκληπιό το μέγα γιατρό, τον φωνάζει ανάμεσα στα δάκρυα, μπας και σώσει το νοσοκομείο. Φοβάται, μη και της πεθάνει ασθενής από κορωνοϊό και δεν μπορεί η δόλια, να διαχειριστεί, το πολιτικόν κόστος. Μπροστά στα πόδια του γκόμενου, γέρνει με χάρη το σταχτωμένο κεφάλι, και το Θεό παρακαλεί με νάζι και τσαχπινιά. Ο βουλευτής να κρατήσει το λόγο του και τα γραφόμενά του, διότι αν δε βρεθεί παθολόγος και δέκα νοσοκόμοι, θα είναι η μοίρα της βαριά!
Θυμάται με πόνο και σπαραγμό καρδιάς, τους πολύχρωμους τους πρώην, κι εκείνον το σέξι πρωθυπουργό, που η σκέψη του την κρατούσε «υγρή» τας νύχτας. Πόσες υποσχέσεις, πόσες προκηρύξεις θέσεων γιατρών, νοσοκόμων, κηπουρών, συνδέσεις με μεγαθήρια, όνειρα-όνειρα… Τι τα θες.. λέγει στον εαυτό της, τέσσερα χρόνια προσπάθησαν τα «παιδιά», μα δεν τα άφησε το κατεστημένο, οι κλίκες, και οι έξω από δω, αυτοί εις τας Ευρώπας, να εφαρμόσουν το πρόγραμμά τους.
Το πονεμένο σώμα της γέρνει στη γη και ακουμπά την πλάτη στα πόδια του Θεού της. Προδομένη νιώθει, από όλους, μόνη της ελπίδα, οι τωρινοί, μα σάμπως κι αυτοί δεν ήταν πρώην, με τάσεις να γίνουν «…και αεί». Ο ύπνος αγκαλιάζει την προβληματισμένη κόρη, και μέσα στα ονείρατα σε καπνούς και ιαχές, αντικρίζει τον παπά Ησαΐα πάνοπλο, με την Παναγία στο μπράτσο.
Το χέρι απλώνει στα μαλλιά της φουρκισμένης κόρης, σα στοργικός πατέρας, ως Αγαμέμνονας της ομιλεί με λόγια του μακαρίτη Ευριπίδη:
«…Η πατρίδα είναι μεγάλη κι εμείς μικροί παιδί μου. Πολύ μικροί μπροστά της. Κι όταν κινδυνεύει η ελευθερία της, εσύ κι εγώ πρέπει να κάνουμε το χρέος μας. Να δώσουμε και την ζωή μας για να μην λεηλατούν οι βάρβαροι τα νυφικά κρεβάτια των Ελλήνων..»
Αλλόφρων επετάχθη, η παιδούλα -σα να το έχασα, σα να παρασόλιασα … μου κουβαλούνται όλοι οι πεθαμένοι, και λένε όλα τα άσχετα.
Μα σαν επλύθη με λεμονανθούς και γάλα γαϊδούρας (δικό της προϊόν, έχει φτιάξει φάρμα με ΕΣΠΑ ), ήπιε έναν εσπρέσο δίπλα στη μουριά και την ώρα που η μανικιουρίστ της ζωγράφιζε καρδούλες στα νυχάκια, τα μάτια της γούρλωσε σαν να κατάλαβε!!!
Ρε..μαλάκα όλοι αυτοί με δουλεύουν, πολιτικοί παρατρεχάμενοι, περιφερόμενοι, διαλεγόμενοι, κομματάρχηδες απλά αρ..ίδες, όλοι τους με έχουν για …άκαααααα!!!! Μα σαν τελειώσει ο κορονοϊός θα γυρίσει ο τροχός…. και θα συνουσιαστεί και ο φτωχός. Είπε! και άναψε τσιγάρο …
Μάκης Βέλης