Η ελιά Άμφισσας υπήρξε ένα από τα πιο περιζήτητα αγροτικά προϊόντα τον προηγούμενο αιώνα, με σημαντικές εξαγωγές τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Αμερική. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να απασχολείται σημαντικός αριθμός εργατικού δυναμικού τόσο στη συγκομιδή όσο και στην τυποποίησή της. Ως προϊόν, ξεχωρίζει για τις πλούσιες διατροφικές ιδιότητές του. Μαζί με το ελαιόλαδο, αποτελεί ένα από τα πιο βασικά αγαθά της μεσογειακής διατροφής.
Παρόλη την επικράτηση της μεσογειακής διατροφής στην Ευρώπη και στον κόσμο γενικότερα, οι εξαγωγές ελιών Άμφίσσης αποτελούν σήμερα ένα μικρό ποσοστό του όγκου των εξαγωγών ελιών της χώρας και σιγά-σιγά η φήμη τους μειώνεται στις αγορές διεθνώς. Όπως φαίνεται και από τα διαθέσιμα στοιχεία για το 2014 οι εξαγωγές του νομού Φωκίδας (που αντιπρoσωπεύουν σε μεγάλο βαθμό οι ελιές Αμφίσσης) υπολείπονται κατά πολύ από εκείνες των νομών Λάρισας, Χαλκιδικής και Πιερίας. Εκτός όμως από τις μικρές ποσότητες εξαγωγών, υπάρχει έλλειψη ελιών Άμφισσας στην εγχώρια αγορά και στα ράφια των ελληνικών σούπερ μάρκετ ή στα ντελικατέσεν.
Του Ηλία Τζαβαλή*
Υπάρχουν πολλοί λόγοι που θα μπορούσε να επικαλεστεί κάποιος για την έλλειψη ελιών Αμφίσσης στις αγορές. Ως παράδειγμα, θα μπορούσε να αποδοθεί στην έλλειψη τυποποίησης του προϊόντος υψηλών εμπορικών προδιαγραφών, την υστέρηση σε δικτύωση, τον ποιοτικό έλεγχο του προϊόντος κ.ο.κ. Όμως, αν αναλύσει κάποιος τα στοιχεία προσεκτικά, θα διαπιστώσει ότι, από οικονομικής σκοπιάς, οι κύριοι λόγοι για την έλλειψη του προϊόντος στις αγορές σχετίζεται με την προσφορά (παραγωγή) του προϊόντος και είναι οι ακόλουθοι:
(i) Σημαντική, σε σχέση με το παρελθόν, μείωση της παραγόμενης ποσότητας, (ii) Μεγάλες διακυμάνσεις στην παραγωγή και (iii) Τάση ελαιοποίησης του προϊόντος.
Οι παραπάνω λόγοι μπορούν να διαπιστωθούν από τα στοιχεία των πινάκων παραγωγής της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, που παρουσιάζουν στοιχεία παραγωγής (προσφοράς) βρώσιμης ελιάς και προς ελαιοποίηση καρπού στην επικράτεια (Ελλάδα) και στον Ν. Φωκίδας (κυρίως περιοχή Άμφισσας). Από την ανάλυση των στοιχείων φαίνεται καθαρά ότι η μέση ετήσια παραγωγή βρώσιμης ελιάς Αμφίσσης μειώθηκε σημαντικά από το 8,05% της επικράτειας στη δεκαετία του 1970-1980 στο 2,5% στην πιο πρόσφατη περίοδο 2000-2006. Την περίοδο 1970-1980 η μέση παραγωγή ήταν περίπου 11 χιλ. τόνοι, ενώ την περίοδο 2000-2006 ήταν 6,8 χιλ. τόνοι. Τα δε πιο πρόσφατα στοιχεία (2013-2015) δείχνουν ότι η μείωση της προσφοράς είτε σε ποσοστό της επικράτειας είτε σε απόλυτα μεγέθη είναι ακόμα πιο μεγάλη. Πιο συγκεκριμένα, το μέσο επίπεδο παραγωγής ανά έτος είναι περίπου 1,5 χιλ. τόνοι, το οποίο υπολείπεται κατά πολύ εκείνου της δεκαετίας 1970-1980.
Η δραματική μείωση της προσφοράς και τυποποίησης βρώσιμης ελιάς Αμφίσσης θα μπορούσε να αποδοθεί σε διάφορους λόγους, τη μεγάλη διακύμανση της παραγωγής λόγω καιρικών συνθηκών, εγκατάλειψη κτημάτων, έλλειψη άρδευσης του ελαιώνα και σύγχρονων μορφών καλλιέργειας. Για παράδειγμα, η άρδευση του ελαιώνα μπορεί να αυξήσει την παραγόμενη ποσότητα και το μέγεθος του καρπού. Εκτός από τους παραπάνω παράγοντες, που μπορούν να επηρεάσουν την παραγωγή ελαιοκάρπου μακροχρόνια, εξετάζοντας τα διαθέσιμα στοιχεία μπορεί να διαπιστωθεί ότι σημαντικός παράγοντας της μείωσης της προσφερόμενης ποσότητα ελιάς Αμφίσσης αποτελεί η μεγάλη τάση ελαιοποίησης του ελαιοκάρπου, που επικράτησε από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 και μετά. Σύμφωνα ξανά με τα στοιχεία, η παραγωγή ελαιοκάρπου (βρώσιμης και προς ελαιοποίηση καρπού) ανά δένδρο δεν υστερεί σημαντικά σε σχέση με την υπόλοιπη χώρα ή με τον Ν. Φθιώτιδας, ενώ από τη συνολική παραγόμενη ποσότητα ελιάς Αμφίσσης το μεγαλύτερο μέρος οδηγείται προς ελαιοποίηση.
Η τάση ελαιοποίησης της ελιά Αμφίσσης ξεκινά από τη δεκαετία του 1980 και μετά. Τα στοιχεία δείχνουν ότι, για τα τρία τελευταία χρόνια, ο λόγος προσφοράς βρώσιμης προς ελαιοποίηση ελιάς Αμφίσσης είναι περίπου 1 προς 3, κατά μέσο όρο. Η τάση αυτή δεν ακολουθήθηκε στην επικράτεια και στον όμορο νομό Φθιώτιδας στον βαθμό που ακολουθήθηκε στην περιοχή της Άμφισσας. Μεταξύ των λόγων που μπορεί να αποδοθεί η τάση αυτή είναι η μείωση της τιμής της ελιάς σχετικά με το λάδι, η έλλειψη επιδοτήσεων για το προϊόν, ο μικρός κλήρος και η έλλειψη οικονομιών κλίμακας παραγωγής και η εγκατάλειψη της παραγωγής.
Σήμερα, οι περισσότεροι από τους λόγους αυτούς δεν υπάρχουν. Η ελιά ξανακερδίζει σημαντικό μερίδιο από τις εξαγωγές, η τιμή της σε σχέση με το λάδι έχει αυξηθεί σημαντικά και αποτελεί κερδοφόρα δραστηριότητα, το κόστος τυποποίησής της έχει μειωθεί σημαντικά και ο ποιοτικός έλεγχος του προϊόντος μπορεί να γίνει σε υψηλά επίπεδα. Επιπλέον, μπορούν να αξιοποιηθούν παράγωγα προϊόντα του προϊόντος σε μεγαλύτερη κλίμακα. Οι παραπάνω λόγοι αιτιολογούν τις μεγάλες παραγόμενες ποσότητες και εξαγωγών κονσερβοελιών στους νομούς Χαλκιδικής, Λάρισας και Πιερίας. Να σημειωθεί ότι στους νομούς αυτούς αντικαταστάθηκαν παραγωγικές εκτάσεις καπνών με ελαιόδεντρα.
Το ερώτημα που προκύπτει στο σημείο αυτό είναι αν μπορεί πια η ελιά Αμφίσσης να ξανακερδίσει το μερίδιό της στις αγορές (εγχώριες και ξένες) και να αποτελέσει μια σημαντικά κερδοφόρα επιχειρηματική δραστηριότητα. Με άλλα λόγια να ξαναβρεθεί στα ράφια των σούπερ μάρκετ. Είναι αλήθεια ότι οι συνθήκες δεν είναι εύκολες καθώς απαιτείται σημαντική αύξηση της παραγωγής, υπάρχει μεγάλος ανταγωνισμός και το προϊόν έχει χάσει σημαντικό μερός από τη φήμη του. Όμως, υπάρχουν πολλά γεωργικά προϊόντα που πέτυχαν γρήγορη επανατοποθέτηση (repositionong/rebrading) στις αγορές και ξανακέρδισαν το εμπορικό τους όνομα και δίκτυο. Λόγω μη δυνατότητας μεγάλης παραγωγής (μικρός αριθμός ελαιοδένδρων σχετικά με άλλους νομούς), η στρατηγική ανάπτυξης του προϊόντος και επανατοποθέτησής του στις αγορές βραχυπρόθεσμα (ή μεσοπρόθεσμα) πρέπει να βασιστεί στις ακόλουθες πολιτικές:
Την ανάδειξη της θρεπτικής του αξίας και βιολογικής προέλευσης του ποιότητας, το ιστορικό του όνομα και την παλιά του αίγλη, τη σύνδεση του προϊόντος με τη χρήση του κατά την περίοδο της αρχαιότητας στους Δελφούς και την τουριστική ανάδειξη του προϊόντος (όλων των φάσεων παραγωγής και εμπορίας). Τα παραπάνω θα συντελέσουν σημαντικά στην αύξηση της τιμής του και του μαρκ-απ, ως ιδιαίτερου προϊόντος. Επίσης, για τη βελτίωση των υποδομών παραγωγής του ελαιοκάρπου (π.χ. άρδευση και λοιπά εγγειοβελτιωτικά έργα) και προστασίας του ελαιώνα της Άμφισσας θα μπορούσε να υπάρχει κάποιο ανταποδοτικό όφελος στα εισιτήρια των αρχαιολογικών χώρων του Δήμου Δελφών υπερ του ελαιώνα, καθώς ο ελαιώνας αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του Δελφικού τοπίου και χρειάζεται φροντίδα και προστασία.
* Ο Ηλίας Τζαβαλής είναι οικονομολόγος, καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών
Τό άρθρο δημοσιεύτηκε στην τελευταία έκδοση της εφημερίδας “Τα Σάλωνα”, έκδοση του συλλόγου των απανταχού Αμφισσέων, από όπου και αναπαράγεται με ανεπαίσθητη προσαρμογή. Οι υπογραμμίσεις είναι του Amfissaface.