του Γ. Σκόκα*
Σε ένα περιβάλλον συνεχών φοροεπιδρομών και μειώσεων εισοδημάτων λογικό είναι οι περισσότεροι να είναι τουλάχιστον επιφυλακτικοί για το μέλλον, αν όχι απαισιόδοξοι. Μία από τις δημοφιλείς απαντήσεις σε αυτή την κατάσταση, λοιπόν, είναι η επιστροφή στον πρωτογενή τομέα και η παραγωγική ανασυγκρότηση. Κατά πόσο είναι ρεαλιστική μία τέτοια πρόταση όμως στα δεδομένα της ελληνικής πραγματικότητας;
Επί τριάντα σχεδόν χρόνια η ελληνική οικονομία παρουσίαζε συνεχώς αυξανόμενα ΑΕΠ και θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης καταλήγοντας σε μία κατάσταση ύπνωσης δημιουργώντας την αίσθηση ότι τίποτα δεν μπορεί να ανακόψει αυτή την κατάσταση. Εδώ και περισσότερο από έξι χρόνια όμως, με το «σπάσιμο» της φούσκας και την οικονομική κρίση που μαστίζει τη χώρα όλοι θυμήθηκαν την αναγκαία «παραγωγική ανασυγκρότηση» που θα αποτελέσει -μαζί με τον τουρισμό όπως υποστηρίζετε- την ατμομηχανή της επιστροφής στην ανάπτυξη και θα αναστρέψει το εμπορικό ισοζύγιο αυξάνοντας τις εξαγωγές και μειώνοντας τις εισαγωγές. Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να γίνει και η διευκρίνιση ότι τα παραπάνω αναφέρονται στην πρωτογενή αγροτική παραγωγή αφήνοντας έξω τον ορυκτό πλούτο και τη μεταποίηση που είναι κυρίως αντικείμενο των «μεγάλων παικτών» της οικονομίας. Τι φταίει όμως και φτάσαμε ως εδώ, αρχικά, αλλά επιπλέον αυτά τα έξι χρόνια τα πράγματα μάλλον γίνονται χειρότερα, και θα συνεχίσουν έτσι όπως φαίνεται;
Η «διαφήμιση» της επιστροφής προς τον παραγωγικό τομέα έχει σαν κύρια σλόγκαν την επιστροφή στην επαρχία και την παραγωγή «καινούριων» προϊόντων με μεγάλο κέρδος. Στο σημείο αυτό δεν θα μας απασχολήσει το πόση αλήθεια περιέχουν τα παραπάνω, αλλά γιατί, περισσότερο λόγω διαρθρωτικών προβλημάτων, δεν έχουν φέρει αποτελέσματα.
Εισαγωγικά και για να υπάρχει ένα υπόβαθρο για το που ήμασταν και το που φτάσαμε είναι χρήσιμο να αναφερθούν κάποια επιγραμματικά στοιχεία σχετικά με την πρωτογενή παραγωγή.
Το πρώτο είναι μία πολύ σύντομη «ιστορική αναδρομή». Η Ελλάδα από την πρώτη στιγμή της δημιουργίας της σαν εθνικό κράτος είναι γεγονός ότι ήταν ελλειμματική σε προϊόντα διατροφής και χρειάστηκε πάνω από έναν αιώνα για να φτάσει σε σημείο να είναι αυτάρκης τουλάχιστον στα βασικά είδη, κάπου στη δεκαετία του ’60. Στην περίοδο αυτή μαζί με την σταθεροποίηση της παγκόσμιας κατάστασης εντείνεται και το εμπόριο μεταξύ των κρατών και η κατάσταση βελτιώνεται συνεχώς. Και αυτό διότι μπορεί με δυσκολία να καλύπτονταν βασικές ανάγκες, όπως σε σιτηρά, κηπευτικά και όσπρια, αλλά πάντα υπήρχε σημαντική παραγωγή σε προϊόντα όπως η σταφίδα και οι ελιές (όχι το λάδι) που συγκαταλέγονταν στα ακριβά και με μεγάλη ζήτηση στο εξωτερικό προϊόντα. Την ίδια εποχή αρχίζει να αυξάνεται και ο αριθμός του επιστημονικού δυναμικού -όπως σε όλους του χώρους- βελτιώνοντας περισσότερο τις συνθήκες παραγωγής. Χαρακτηριστικά τις δεκαετίες του ’60 και ’70 οι γεωπονικές και κτηνιατρικές σχολές ήταν περιζήτητες και οι αντίστοιχοι επαγγελματίες, ειδικά σε αγροτικές περιοχές, είχαν εξελιχθεί στον τέταρτο πυλώνα της τοπικής κοινωνίας μαζί με τον πρόεδρο, τον δάσκαλο και τον αστυνόμο. Η κατάσταση αυτή, με το εμπορικό ισοζύγιο αγροτικών προϊόντων να είναι θετικό συνεχίστηκε μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’80. Σοβαρό πλήγμα στην παραγωγή, τόσο στην ποσότητα όσο και στα είδη, ήταν τόσο οι «δεσμεύσεις» προς την Ευρωπαϊκή Ένωση όσο και η εισροή χρημάτων από αυτήν αλλά και η χρήση των χρημάτων αυτών. Το γιατί και πως θα διαφανεί στη συνέχεια αφού συνεχίζονται ακόμη οι ίδιες πρακτικές.
Κάτι άλλο πολύ σημαντικό που είναι αναγκαίο να αναφερθεί είναι η συμμετοχή της πρωτογενούς αγροτικής παραγωγής στο ΑΕΠ. Με μια πρώτη ματιά φαίνεται μηδαμινή αφού καλύπτει μόλις το 4% όταν ο τουρισμός για παράδειγμα φτάνει στο 18%. Σε αυτό το σημείο όμως δεν λαμβάνεται υπόψη το γεγονός ότι ο πρωτογενής τομέας είναι η βάση για την ανάπτυξη και των υπολοίπων. Αυτό το 4% πολλαπλασιάζεται όταν μεταποιείται καλύπτοντας ένα μεγάλο κομμάτι των αναγκών σε πρώτες ύλες των βιομηχανιών τροφίμων και ζωοτροφών κυρίως αλλά και άλλων όπως η κλωστοϋφαντουργία και τα βιοκαύσιμα. Επίσης, είναι γεγονός παραδεκτό από όλους όσους ασχολούνται με τον τουρισμό, ότι στο τουριστικό προϊόν κυρίαρχο ρόλο παίζουν το τοπίο και η «κουλτούρα» της κάθε περιοχής, με το δεύτερο να εμπεριέχει και τις διατροφικές συνήθειες, αποτέλεσμα των παραγόμενων προϊόντων.
Αφού αυτά όμως είναι γνωστά τι φταίει και ακόμη μένει κενό γράμμα αυτή η «παραγωγική ανασυγκρότηση»;
Μια απλοϊκή εξήγηση, με μεγάλη δόση αλήθειας, είναι ότι πολύ απλά συνεχίζεται η πορεία που έχει χαραχθεί εδώ και τριάντα χρόνια και η επιστροφή στην παραγωγή είναι ένα διαφημιστικό τρικ καθησυχασμού του κοινού που δημιουργεί την ελπίδα ότι τα πράγματα σύντομα θα πάνε καλύτερα χωρίς να αλλάξουμε κάτι. Το τι ακριβώς συμβαίνει όμως είναι λίγο πιο περίπλοκο.
Ξεκινώντας από τον κυρίως «χώρο» της παραγωγής στον οποίο εμπεριέχονται το κεφάλαιο (κυρίως η γη) και το ανθρώπινο δυναμικό που απασχολείται είναι πολύ εύκολο να εντοπιστούν ορισμένα πολύ βασικά προβλήματα. Η απουσία συγκεκριμένων πολιτικών, μεταξύ αυτών και χρήσεων γης, είναι ίσως ο σημαντικότερος παράγοντας. Χωρίς να υπάρχουν πολιτικές προώθησης προς το εξωτερικό κυρίως των ήδη παραγόμενων αλλά και ενδεχομένως νέων προϊόντων γίνεται πολύ δύσκολο το κομμάτι της διάθεσης. Επίσης, οι πάμπολλες εκκρεμότητες σχετικά με το ιδιοκτησιακό καθεστώς της γης αλλά και με τις ενδεδειγμένες χρήσεις κατά περιοχή είναι παράγοντας που προκαλεί επισφάλεια ειδικά σε πολυετείς καλλιέργειες. Όσο για το κομμάτι των υποδομών ή της χρήσης των φυσικών πόρων (έδαφος, νερό) δεν αξίζει καν να γίνει αναφορά. Σε ό,τι έχει να κάνει με τους απασχολούμενους στον πρωτογενή τομέα, από την άλλη, έχει εμφυτευθεί στη συνείδηση της κοινωνίας η λογική ότι είναι η διέξοδος για αυτούς που δεν μπορούν να προχωρήσουν σε οτιδήποτε άλλο. Αυτό είναι πολύ πιο έντονο στον χώρο της ζωικής παραγωγής, ειδικότερα της ορεινής κτηνοτροφίας, όπου το μορφωτικό επίπεδο είναι απελπιστικά χαμηλό. Σε συνδυασμό μάλιστα με την απομόνωση τέτοιων περιοχών η παραγωγική διαδικασία έχει μείνει δεκαετίες πίσω και η ελαστικότητα της παραγωγής με βάση την ζήτηση προϊόντων είναι ανύπαρκτη.
Και στον χώρο των υποστηρικτικών δομών όμως τα πράγματα δεν είναι καλύτερα. Ο δημόσιος τομέας έχει ξεγυμνωθεί από το απαιτούμενο επιστημονικό προσωπικό και αυτό που έχει απομείνει είναι μακριά από τις παραγωγικές περιοχές ασχολούμενο κυρίως με γραφειοκρατικά αντικείμενα. Ακόμη και για αυτά όμως είναι τόσο ευρύ το αντικείμενο σε σχέση με το υπάρχον δυναμικό που είναι μάλλον άθλος το ότι λειτουργούν σωστά ακόμη κάποιες δομές. Όσο για τον ιδιωτικό τομέα η υποβάθμιση της συσσωρευμένης γνώσης ετών των ασχολούμενων επιστημόνων και η αποδοχή μόνο του κομματιού που έχει να κάνει με την προμήθεια «εφοδίων» (φυτοπροστατευτικά, πολλαπλασιαστικό υλικό κ.λπ.) έχουν μετατρέψει ένα σημαντικό κεφάλαιο που μπορεί να δώσει ώθηση στον χώρο σε εμπορική δραστηριότητα. Και σαν επιστέγασμα σε αυτά έρχεται και η απαξίωση έως κατάργηση φορέων και θεσμών που έχουν άμεση σχέση όχι μόνο με αυτό καθαυτό το παραγωγικό κομμάτι αλλά και με την παραγωγή γνώσης. Υποβαθμίζονται πανεπιστήμια -και όχι μόνο σε αυτόν τον τομέα-, αγνοούνται επιστημονικοί φορείς όπως σύλλογοι, ομοσπονδίες κ.λπ., ακόμη και επιμελητήρια και καταργούνται ερευνητικές δομές (ΙΓΜΕ, ΕΘΙΑΓΕ κ.α.). Λογικά επακόλουθα των προηγουμένων είναι η αναστολή παραγωγής γνώσης και τεχνολογίας, η οποία πλέον εισάγεται και αυτή φυσικά με το αζημίωτο, χωρίς πάντα τα καλύτερα αποτελέσματα αφού δεν ανταποκρίνεται πολλές φορές στα εγχώρια δεδομένα. Φυσικά είναι πολύ δύσκολη και η διάχυση της υπάρχουσας γνώσης αφού οι νέες αλλά και παλαιότερες τεχνικές δεν «διδάσκονται» πλέον αλλά μάλλον διαδίδονται από στόμα σε στόμα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο «εκμηχανισμός» του πρωτογενούς τομέα της χώρας που είναι ακόμη σε πρωτόγονο αν όχι σε εμβρυακό στάδιο!
Και ενώ όλα τα παραπάνω μας πάνε πίσω, και έχουν σαν αποτέλεσμα και την παραγωγή αμφιβόλου ποιότητας προϊόντων, θα περίμενε κανείς έστω νομοθετικά να γίνουν κάποιες κινήσεις που να «επιβάλουν» μία στοιχειώδη βελτίωση κάποιων ελαχίστων προδιαγραφών. Αντί αυτού όμως, η εκάστοτε νομοθετική εξουσία αρκείται στο να υπογράφει οτιδήποτε παράγοντας ένα δαιδαλώδες νομοθετικό πλαίσιο και το οποίο καταλήγει σε εγκυκλίους νομιμοποίησης, η καλύτερα τακτοποίησης, εγκαταστάσεων με υπεύθυνες δηλώσεις. Έτσι, οι αγροτικές περιοχές σφύζουν από απαρχαιωμένα και επικίνδυνα μηχανήματα, γεωτρήσεις με αμφιβόλου ποιότητας νερό, στάβλους με απαράδεκτες συνθήκες διαβίωσης και υγιεινής και στην κορυφή βιοτεχνίες αλλά ακόμη και βιομηχανίες που δεν τηρούν ούτε τα ελάχιστα από άποψη υγιεινής και ασφάλειας προσωπικού και παραγόμενων προϊόντων. Εξοπλισμός και εγκαταστάσεις που σε άλλες χώρες, ακόμη και της Ασίας ή της Αφρικής, δεν θα επιτρεπόταν ποτέ η λειτουργία τους.
Ακόμη όμως και αν βελτιωθούν τα προηγούμενα υπάρχει σημαντική άγνοια για το που ακριβώς βρισκόμαστε. Είναι ελάχιστες οι περιοχές που υπάρχουν έστω κάποιοι εδαφολογικοί χάρτες, τα κλιματολογικά δεδομένα είναι επίσης αποσπασματικά -τοπικά και χρονικά- ενώ είναι εντελώς ανύπαρκτη η γνώση για το υδατικό δυναμικό -ποσοτικά και ποιοτικά- στο σύνολο της χώρας, ειδικά σε ότι έχει να κάνει με τα υπόγεια ύδατα. Επιπλέον είναι αναξιόπιστα τα όποια στατιστικά δεδομένα σχετικά με την υφιστάμενη κατάσταση τόσο σε μέσα παραγωγής όσο και σε παραγόμενα προϊόντα. Όλα αυτά είναι παράγοντες που δεν επιτρέπουν την χάραξη μίας αξιόπιστης πολιτικής σχετικά με την κατεύθυνση της παραγωγής αλλά και την προώθηση της εμπορίας και των εξαγωγών.
Κάτι το οποίο όμως, όπως προκύπτει από την πρόσφατη ιστορία, δεν ήταν ποτέ στις προτεραιότητες των κυβερνήσεων. Ο πρωτογενής τομέας, ειδικά μετά την εισαγωγή των επιδοτήσεων εξελίχθηκε σε προνομιακό χώρο εξαγοράς ψήφων με «ξένα κόλλυβα». Μοιράστηκαν τεράστια ποσά ανεξέλεγκτα και χωρίς να δημιουργούνται προοπτικές με μόνο κριτήριο τον έλεγχο των ψηφοφόρων του κάθε πολιτευτή. Ειδικά τα τελευταία χρόνια έχει γίνει συνήθεια η πληρωμή επιδοτήσεων πριν από εκλογικές αναμετρήσεις, αλλά και η μεταφορά προστίμων και ποινών στον κεντρικό προϋπολογισμό -χωρίς να ανακοινώνεται φυσικά- για να μην ζητηθούν από τους «αγρότες»-ψηφοφόρους στους οποίους αντιστοιχούν. Και φυσικά σε αυτό το σκηνικό καταμέτρησης πολιτικής επιρροής συγκαταλέγεται και η μετατροπή των αγροτικών συνεταιρισμών σε τοπικές οργανώσεις κομμάτων με τα περισσότερα μέλη τους, πολλές φορές και μέλη των ΔΣ, να μην είναι καν αγρότες, με αποτέλεσμα να έχουν απομακρυνθεί από την παραγωγική διαδικασία. Φαινόμενο πολύ έντονο τις προηγούμενες δεκαετίες, το οποίο ακόμη πληρώνουν και οι ίδιοι συνεταιρισμοί, και που, μεταξύ και άλλων, δεν αντιμετωπίζει επαρκώς ούτε ο νέος νόμος που ψηφίστηκε πριν από λίγες ημέρες.
Μετά από όλα αυτά φαίνεται ότι η πολυαναμενόμενη και πολυδιαφημισμένη «Παραγωγική Ανασυγκρότηση», που θα στηρίξει την επιστροφή στην ανάπτυξη, θα αργήσει να έρθει. Τουλάχιστον είμαστε σίγουροι ότι δεν θα φτάσουμε ποτέ να κάνουμε και εισαγωγή μαστίχας!
Επίκαιρη παρατήρηση: Πριν από λίγες ημέρες η έγινε προδημοσίευση του μέτρου των Νέων Αγροτών, το οποίο υποτίθεται ότι έχει στόχο την βελτίωση της σύνθεσης του αγροτικού πληθυσμού, ωστόσο, πέρα από τις λίγες ή πολλές ελλείψεις και ασάφειες που περιέχει, για ακόμη μία φορά φαίνεται ότι προτεραιότητα του είναι η απορρόφηση κονδυλίων παρά η ουσιαστική στήριξη του τομέα και των απασχολούμενων σε αυτόν.
*Γεώργιος Σκόκας: Γεωπόνος Γ.Π.Α., μέλος της Συνέλευσης Παραρτήματος του ΓεωτΕΕ Ανατολικής Στερεάς