Σατυρικών διήγημα του Μάκη Βέλη….
Μάιος 2020
Ο κύριος Ηρακλής καθήμενος στο σικ δερμάτινο γραφείο του, ακουμπάει αργά τη γεμάτη τούρκικο καφέ κούπα με τον Μίκυ Μάους, δίπλα στο πληκτρολόγιο του υπολογιστή. Μισοκλείνει τα μάτια λόγω πρεσβυωπίας, ρίχνει ένα διάολο για την γκαβομάρα του και φορεί τα κόκκινα γυαλιά του.
Καθώς ξεθολώνει το τοπίο της ιστοσελίδας, του τοπικού ηλεκτρονικού τύπου και εμφανίζονται τα γράμματα στην οθόνη, ρουφάει μια γουλιά καφέ και το μάτι του το έλκει μια φωτογραφία παραλίας. Η εικόνα μοιάζει γνωστή, νιώθει σαν να του μιλάει, σαν να έχει ζήσει σε αυτή. Μεγαλώνει το κείμενο και ξεκινάει την ανάγνωση. Επιτέλους έργο στην παραλία Τολοφώνας. Με σαρδόνιο χαμόγελο στα χείλη, αγκαλιάζει με τις χούφτες τη ζεστή κούπα με τον Μίκυ και βουλιάζει στη λεοπάρ πολυθρόνα του.
Ευγνωμονεί τον θεό για τα ογδόντα πέντε χρόνια του. Νιώθει σαν να ακούει την μάνα του, την κυρά Φιλιώ να εξιστορεί πως ξεκίνησε η ζωή του…
Αύγουστος 1934
Κάτω από έναν ευκάλυπτο στην ίδια παραλία, ένα αυγουστιάτικο βράδυ, ανάμεσα σε τέσσερα δεμάτια κρεμμύδια. Είχε κατεβεί από το χωριό να τα πουλήσει, σε έναν ντόπιο, που έκανε εμπόριο με Πελοπόννησο. Το όνομα του πατέρα του δεν το έμαθε ποτέ. Καθότι την εποχή εκείνη, η Φιλιώ πίστευε ότι είναι άρρωστη κι είχε αποφασίσει ότι δεν θα πάει παρθένα. Α! όλα κι όλα, στα σκουλήκια θα έδινε το κορμί της, όχι και το πράμα της.
Κόντευε τα 35, σχεδόν γριά για την εποχή της, με το που έφτασε Ερατεινή ασφάλισε τα κρεμμύδια σε έναν γνωστό και τράβηξε για Γαλαξίδι. Σαν έφτασε εκεί, αγόρασε κοκκινάδι για τα χείλη, καινούρια ρούχα και καπέλο με βέλο. Πήγε και σε μια κομμώτρια της εποχής κι έφτιαξε το μαλλί, έκοψε τον κότσο πέταξε την μαντίλα και υιοθέτησε ένα σέξι σγουρό καρέ. Ντυμένη σένια, με το μαύρο καπέλο, το πράσινο φουστάνι με την μαύρη ζώνη και τις ασορτί μαύρες γόβες, το βέλο στα μάτια και το κατακόκκινο κραγιόν στο χρώμα της φωτιάς, κοιτάζει τον εαυτό της στο μεγάλο καθρέφτη της μοδίστρας και με θαυμασμό σκέφτεται και λέει δυνατά φτούσου μουνάρα μου, σήμερα θα εκδικηθείς το Χάρο.
Από την στιγμή που αποφάσισε ότι δεν θα πεθάνει παρθένα, ξεκίνησε την έρευνα. Ρωτώντας έμαθε ότι τα αρσενικά, εκεί κοντά στα είκοσι, έχουν πολλές ορέξεις, που εξ αιτίας και της έλλειψης μπορντέλου στην περιοχή, εκτονώνονταν στις προβατίνες ή ξαλάφρωναν με κάνα τρίψιμο μεταξύ τους. Κλείδωσε το στόχο της, ένα εικοσάχρονο τεκνό, στην Ερατεινή, που όπως την είχε πληροφορήσει μια φίλη της είχε μέτρια προσόντα (ως παρθένα φοβόταν τα μεγάλα).Κατέστρωσε λοιπόν το σχέδιό της και χωρίς καθυστέρηση, ξεκίνησε την υλοποίησή του. Έγινε φιλενάδα με τη μάνα του, διπλάρωσε το πλάσμα και με καπατσοσύνη και λακριντί το έφερε εκεί που ήθελε. Μάλιστα εκείνο το βράδυ έχει κανονίσει να συμβεί το μοιραίο.
Αυτό που δεν υπολόγισε είναι ότι πως το ίδιο βράδυ, θα γινόταν και μάνα. Ο μικρός δεν νόγαγε να τραβηχτεί, και η Φιλιώ μετά τον πρώτο πόνο του μπασίματος, σκέφτηκε μωρέ δεν γαμιέται, που γαμιέται. Χαλάρωσε και το απόλαυσε στο έπακρο!
Καλοκαίρι 1940
Ο μικρός Ηρακλής, με βρεγμένο βρακάκι, ξυπόλητος στην ίδια παραλία, έξω από το πατρικό του, είχε μετακομίσει στη πλαζ η Φιλιώ, κυνηγούσε τη Μαιρούλα την γειτονοπούλα. Τα παιδιά είχαν φτιάξει κούνια στα κλαδιά του «παθιασμένου» ευκαλύπτου, και τα βράδια άναβαν φωτιές που τις έσβηνε αργότερα το κύμα. Τι παιχνίδια, τι μπάνια, ένας τόπος γεμάτος αναμνήσεις. Εκεί ξύπνησαν κι οι πρώτες αγάπες. Στον πόλεμο ξάπλωναν στα βότσαλα κι ένιωθαν να τους παρηγορεί η θάλασσα. Τα περιβόλια και το ψάρεμα τους κράτησαν ζωντανούς την εποχή της μεγάλης πείνας.
Σεπτέμβριος 1950
Ο Ηρακλής έχει ξυπνήσει αχάραγα, πλέον είναι δεκαπέντε χρονών, πάει σχολειό και βοηθά την μάνα του στο εμπορικό που έχει ανοίξει (διότι η Φιλιώ ήτο κωλοπετσωμένη). Μαζεύουν λεφτά, ονειρεύεται να σπουδάσει, θέλει να γίνει δάσκαλος. Έχει φτιάξει καφέ και κάθεται στο τουράκι στην άκρη της αυλής κι αγναντεύει τη θάλασσα. Την προσοχή του ματιού του, την προσελκύει κάτι σχεδόν άμορφο που «κουνιέται» στα κλαδιά του «παθιασμένου» ευκαλύπτου. Με το φλιτζάνι στο χέρι πλησιάζει, και μένει ενεός καθώς αντικρίζει ένα κρεμασμένο κουνέλι.
Στη σκέψη ότι ένας κούνελος, προτίμησε την αυτοκτονία, από το να γίνει στιφάδο τον πιάνουν τρανταχτά γέλια. Σε αντίθεση με την μάνα του που άρχισε τα σταυροκοπήματα και τις τσιρίδες, καθότι θρήσκα κατά τα πρότυπα της μοδός. Εντός δύο ωρών είχε μαζευτεί όλο το χωριό κάτω από το κουνελοπτώμα. Τι ιστορίες φτιαχτήκαν εκείνη την ημέρα, δε λέγεται. Στο τέλος όλοι κατέληξαν ότι έχουν γίνει μάγια στην παραλία και μεγάλη κατάρα θα πέσει στα κεφάλια τους. Σε αυτό το σενάριο συνέβαλε τα μέγιστα και ο παπά-Γρηγόρης, που άρπαξε την ευκαιρία να μαζέψει κάνα φράγκο για να φτιάξει τέμπλο σκαλιστό στο ναό της Αγίας Παρασκευής (γιατί είχε ψώνιο να κληροδοτήσει έργο).
Φόρεσε τα κόκκινα λαμπερά του άμφια με τα χρυσαφή τελειώματα, δώρο του βουλευτή στις εκλογές, και το χρυσό σταυρό με τις πράσινες τουρμαλίνες, για να κάνει αντίθεση. Πήρε το ασημένιο ευαγγέλιο στα χέρια και συνοδεία της εικόνας της Παναγιάς και των εξαπτέρυγων, κατέφθασε στον «παθιασμένο» ευκάλυπτο. Τέλεσε μέγα εξορκισμό στην πλαζ, για να φύγει το κακό. Επέβαλε δε στους χωριανούς υποχρεωτικό εκκλησιασμό για ένα χρόνο, υπολογίζοντας στα κέρδη από τα κεριά κι από τα τάματα.
Το φονιά και «μάγο» που πήρε τη ζωή του κούνελου δεν τον έμαθαν ποτέ. Μόνο τον ιδιοκτήτη του άτυχου ζωντανού ανακάλυψαν και ο παπάς του επέβαλε πρόστιμο μετανοίας, χιλίων δραχμών. Τρεις προβατίνες πούλησε ο κυρ Κώστας για να αποκαταστήσει την σχέση του με τον θεό.
Το περιστατικό έμεινε στην τοπική ιστορία ως το έγκλημα της παραλίας της Τολοφώνας!
Το μόνο καλό που βγήκε για τον Ηρακλή από το συμβάν με το φονικό, είναι ότι ο κούνελος έγινε αφορμή να γνωρίσει το Λευτέρη, τον γιο του κουνελο- ιδιοκτήτη.
Αρχές Οκτώβρη 1970
Η κυρά Φιλιώ έχει τηλεφωνήσει στο γιο της αποφασισμένη για μια ακόμη φορά να του τα ψάλει που δεν παντρεύεται, έτσι όπως μόνο μια ελληνίδα μάνα ξέρει. Μεταξύ γαμήλιου παραληρήματος και συμβουλών να τρώει και να ντύνεται, του αναφέρει ότι τα παλούκια από τα διπλανά οικόπεδα περπατούν προς την θάλασσα. Μάλιστα, έπιασε και τον κοινοτάρχη και του έκαμε φασαρία, αλλά δεν έβγαλε άκρη. Της είπε ότι αν δεν σταματήσει να μιλεί, θα την καταδώσει στην επαναστατική κυβέρνηση ως κουμουνίστρια και θα βρεθεί στη Γυάρο για διακοπές. Τα είπε και στον παπά, αλλά της είπε λέει, κάτι μαλακίες για το θέλημα του θεού. Βλέπεις είχε κι αυτός παραθαλάσσιο οικόπεδο. Κληρονομιά από άκληρη χωριανή για άφεση των αμαρτιών της.
Η Φιλιώ όμως που δεν λογάριαζε τίποτα και κανέναν, παρά μόνο τον θεό, φόρτωσε στο αγροτικό τον γκόμενο, διότι ακόμη το ΄λεγε η περδικούλα της -είχε μάθει να οδηγεί στην κατοχή καθότι είχε βγει στο αντάρτικο, και πήγε στην Πάτρα. Είχε στο μυαλό της να αγοράσει μια φωτογραφική μηχανή, και πήρε μαζί της και το δόλιο τον Στράτο, για να έχει έναν άντρα, μην τύχει και την κοροϊδέψουν.
Τώρα ποιος ήταν ο άντρας σε αυτή τη σχέση, ο Ηρακλής ποτέ δεν το κατάλαβε. Ένα μήνα έκατσε η Φιλιώ στην Πάτρα. Έμαθε τα πάντα, μέχρι και εμφάνιση φωτογραφιών στο σκοτεινό θάλαμο. Φορτώθηκε και μια ντουζίνα βιβλία σχετικά με τη φωτογραφία και επέστρεψε αποφασισμένη στην παραλία της. Από την ίδια μέρα κιόλας, αρχίνισε να φωτογραφίζει τα οικόπεδα και τα περπατάρικα παλούκια.
Και επειδή ως παλιά αντάρτισσα με θράσος κι αρχίδια και νιώθοντας την ακατανίκητη ανάγκη να ταράξει το χουντικό πρόεδρο, την ίδια χρονιά έκαμε έκθεση φωτογραφίας στο σχολείο, αποτυπώνοντας τη διαδρομή των παλουκιών ως να είναι τα νέα βήματα της Παναγίας.
Πέντε κουτιά υπογλώσσια της στοίχισε εκείνη η μέρα. Τα έκανε δώρο στον πρόεδρο και τον παπά και αυτό γιατί φοβόταν μην της πεθάνουν με αυτό που τους έφτιαξε, και το χει κρίμα στην ψυχή της. Παρουσιάστηκε στη έκθεση μαυροφορεμένη, σεβάσμια γριούλα με βέλο και μπαστούνι και ολίγον φευγάτη. Δυο μήνες έκανε πρόβα το ρόλο με την Ελένη, μια παλιά θεατρίνα που είχε εξοχικό στην περιοχή.
Τι δεν είπε εκείνο το βράδυ στο λόγο της. Για τη χούντα, για τους Γερμανούς, για τους μαυραγορίτες, τους κουμουνιστές, τον εμφύλιο, τους παπάδες και την κονόμα. Μέσα σε τρία τέταρτα μίλησε για την ιστορία της χώρας, όπως την έζησε και την κατάλαβε η ίδια, χωρίς να την ομορφαίνει και χωρίς να ντρέπεται.
Πριν κλείσει αυλαία, έστρεψε το βλέμμα στον ουρανό, ακούμπησε το δεξί χέρι του θεού στην καρδιά και μιμούμενη την Παξινού, διότι την είχε δει στην Επίδαυρο και διότι μπορούσε, με στεντόρεια φωνή είπε: Όπως πέρασαν και χάθηκαν οι κατακτητές από αυτό τον τόπο, θα χαθεί και η χούντα, θα βρεθεί χέρι ελληνικό και θα το πνίξει το άτιμο το πουλί. Κι όποιος την θάλασσα ονειρεύεται να κάνει οικόπεδο, το νερό θα τον πνίξει. Γιατί αυτό είναι το δίκαιο του θεού παπά μου, ο κλέφτης, ο φονιάς, ο απατεώνας και ο βασανιστής στο τέλος θα ψοφήσουν. Και με χάρη λιποθύμησε. Μισή ώρα έκανε να συνέρθει, μέτραγε από μέσα της τα λεπτά μην τυχόν και ξυπνήσει νωρίτερα.
Το ίδιο βράδυ η κυρία Ελένη η θεατρίνα της χάρισε μια χρυσή καρφίτσα ελλείψη Όσκαρ. Διότι όπως της είπε, αυτή την παράσταση Φιλιώ μου θα την ζήλευε και η Κοτοπούλη κούκλα μου και της την κάρφωσε στο πέτο του ταγέρ. Όταν ο Ηρακλής τόλμησε να προσπαθήσει να την μαζέψει, του πέταξε κατάμουτρα -ρε χέστη αν δεν τολμούσα, θα είχα πεθάνει παρθένα κι αν άκουγα τον κάθε μαλάκα δεν θα είχες γεννηθεί ποτέ. Κι αν στο πόλεμο δεν πολεμούσα θα μιλούσαμε γερμανικά και θα ψόφαγες σε στρατόπεδο, ξέρεις εσύ.
Καλοκαίρι 1974
Αέρας ελευθερίας πνέει στη χώρα, η Φιλιώ φορώντας κόκκινο μαγιό κι από πάνω μια πράσινη robe de chambre, να την ανεμίζει ο άνεμος, για να φαίνονται τα καλλίγραμμα πόδια της, δίπλα στον Ηρακλή και το Λευτέρη παρατηρούν την παραλία τους, που πλέον αρχίζει να μεταμορφώνεται σε δρόμο. Συζητούν τι μπορούν να κάνουν για να σώσουν ότι μπορεί να σωθεί. Από εκείνη τη μέρα και μέχρι το 2000 που πέθανε η Φιλιώ έγραψαν παντού σε βουλευτές, υπουργούς, εφημερίδες συλλόγους. Τίποτα δεν κατάφεραν, το χρήμα και η αβυσσαλέα ανάγκη των τοπικών πολιτικών για ψήφους, μπάζωσαν τη θάλασσα και εξαφάνισαν την παραλία.
Μάιος 2020
Ο Λευτέρης, ένας καλοστεκούμενος γέροντας ογδόντα και κάτι ετών, με λαμπερά γαλάζια μάτια και μεταμοσχευμένο ισχίο, πλησιάζει φορώντας τα γυαλιά του την οθόνη του υπολογιστή και παρατηρεί την θάλασσα της νιότης του. Με αναστεναγμό τοποθετεί μια καρέκλα και κάθεται δίπλα στη λεοπάρ πολυθρόνα, παίρνει απ τα χέρια του Ηρακλή την κούπα με τον Μίκυ, ρουφάει μια μεγάλη γουλιά καφέ τον κοιτάζει στα μάτια και με παιχνιδιάρικη διάθεση του λέει –θα σου εξομολογηθώ ένα από τα μυστικά μου. Θυμάσαι το κρεμασμένο κουνέλι στον ευκάλυπτο…. εγώ το έκανα, μου φάνηκε αστείο κι ήθελα μια ευκαιρία να σε γνωρίσω.
Ο Ηρακλής απλώνει το χέρι στο κεφάλι με το φιλέ και με σκανδαλιάρικη διάθεση του αποκρίνεται – πάντα το ήξερα, σε είδα το βράδυ που είχα σηκωθεί να πάω προς νερού μου στο κήπο… πάντα σε έβλεπα…
Λευτέρης: Και δεν είπες ποτέ τίποτα …
Ηρακλής: ….εεε!… δεν είχε μόνο η μάνα μου ταλέντο στο θέατρο ….
Ο Λευτέρης έβαλε τα δάχτυλά του στην χούφτα του φίλου και συντρόφου του για εβδομήντα σχεδόν χρόνια … -Σήμερα κλείνουν είκοσι χρόνια από τον θάνατο της μάνας σου… θες να γράψουμε ένα ακόμη γράμμα στον Τύπο για την παραλία, έτσι να ταράξουμε λίγο τα ύδατα. Θα πούμε να γκρεμίσουν τις αυλές να ξε-μπαζώσουν τη θάλασσα, να ξαναφυτέψουν ευκαλύπτους …να..να…
Ηρακλής: Και πιστεύεις ότι θα βγει κάτι…;; Η παραλία είναι πια παρελθόν, δεν τη θυμάται σχεδόν κανείς, οι νέοι μόνο τα μπάζα έχουν γνωρίσει, η υπόθεση έχει πλέον χαθεί την πουλήσαμε όλοι μας τελικά…
Λευτέρης: Είναι η αλήθεια …αλλά όπως έλεγε και η μάνα σου, αν δεν είχα τσαγανό θα πέθαινα παρθένα και αν άκουγα τον κάθε μαλάκα δεν θα γέναγα παιδί, οπότε ποτέ δεν ξέρεις ….ίσως κάποιος κάπου να ακούσει και να νοιαστεί….